- επικοσμώ
- ἐπικοσμῶ, -έω (Α)1. διακοσμώ επί πλέον ή κατόπιν («τά τείχεά τε ἐπεκόσμησαν καὶ τὰ ἱρά», Ηρόδ.)2. γεν. στολίζω, ευτρεπίζω, διακοσμώ3. (με δοτ.) στολίζω με κάτι («[κέρκον] ἐπεκόσμηκεν ἡ φύσις θριξί», Αριστοτ.)4. πανηγυρίζω, τιμώ («Δήμητραν θεὰν ἐπικοσμοῡντες ζαθέοις μολπαῑς κελαδεῑτε», Αριστοφ.)5. δίνω σε κάτι κύρος, λαμπρότητα, σεμνότητα («ἐπικοσμηθέν... τάξει νόμων ὀρθῶν», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κοσμώ (< κόσμος) «στολίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.